- μιαροί
- μιαρόςstainedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έχθιστος — η, ο (ΑΜ ἔχθιστος, ίστη, ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, άτη, ον) ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ. β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.) αρχ. ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι,… … Dictionary of Greek
ιχθυολύμης — ἰχθυολύμης, ὁ (Α) (ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) καταστροφέας τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω» (πρβλ. δικο λύμης)] … Dictionary of Greek
μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… … Dictionary of Greek
Μεγακλής — Όνομα διάφορων επιφανών Αθηναίων πολιτών της μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνιδών. 1. Επώνυμος άρχων (7ος αι. π.Χ.). Κατέστειλε τη στάση του Κύλωνα και διέταξε τη θανάτωση των οπαδών του που είχαν καταφύγει στον βωμό των Ευμενίδων.… … Dictionary of Greek